- αρρύθμιστος
- η , ο [ος , ον ] неупорядоченный, неурегулированный; не поддающийся упорядочению, регулированию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρρύθμιστος — not reduced to form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρύθμιστος — η, ο (AM άρρύθμιστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ρυθμιστεί, ο ακανόνιοτος 2. ο ακατέργαοτος … Dictionary of Greek
αρρύθμιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε ρυθμίστηκε, ακανόνιστος: Η υπόθεσή μας μένει ακόμη αρρύθμιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρύθμιστον — ἀρρύθμιστος not reduced to form masc/fem acc sg ἀρρύθμιστος not reduced to form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυθμίστου — ἀρρύθμιστος not reduced to form masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρύθμιστα — ἀρρύθμιστος not reduced to form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιακανόνιστος — η, ο [διακανονίζω] αυτός που δεν διακανονίστηκε λεπτομερώς, δεν διευθετήθηκε, ατακτοποίητος, αρρύθμιστος … Dictionary of Greek
ανομοθέτητος — η, ο (Α ἀνομοθέτητος, ον) 1. αυτός που δεν ορίστηκε, δεν διευθετήθηκε με νόμο 2. αυτός που δεν προσαρμόζεται στα νομοθετημένα, αρρύθμιστος … Dictionary of Greek